Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Θα γίνουμε η φωνή τους;

Το ακούμε συχνά: Οι Έλληνες στην εποχή μας δεν έχουν παιδεία, δεν ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό, δεν ξέρουν την ιστορία της χώρας τους, δεν επισκέπτονται μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Οι ξένοι έρχονται από την άλλη άκρη του κόσμου κι εμείς… Εμείς;
Εμείς, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς, μάλλον δεν τοποθετούμε τα μουσεία ή τους αρχαιολογικούς χώρους πολύ ψηλά στη λίστα των προτιμήσεών μας για μια έξοδο. Ίσως γιατί είναι κάτι που δεν έχουμε συνηθίσει να κάνουμε από μικροί (αλήθεια, θα αλλάξει στο μέλλον η κατάσταση με όλα αυτά τα παιδάκια που βλέπω γύρω μου να τα περιφέρουν οι γονείς τους από το ένα μουσείο στο άλλο και από το ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο άλλο;), ίσως πάλι γιατί τις περισσότερες φορές όταν βρεθούμε έξω από ένα μουσείο, όταν και όπου τύχει να βρεθούμε, κοιτάζουμε τις πόρτες του με δέος, μη ξέροντας τι ακριβώς θα αντιμετωπίσουμε αν διαβούμε το κατώφλι. Με εξαίρεση (που μάλλον επιβεβαιώνει τον κανόνα) τα «μεγάλα» μουσεία της χώρας, για τα οποία έχει χυθεί πολύ μελάνι σε εφημερίδες και περιοδικά, και φωτογραφίες των εκθεμάτων τους έχουν συμπεριληφθεί σε εγκυκλοπαίδειες και άλλες εκδόσεις ευρείας κατανάλωσης, τα υπόλοιπα αποτελούν ένα είδος έκπληξης για το κοινό σε σχέση με τα εκθέματά τους. Ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς θα δεις. Πολλές φορές δεν ξέρεις ούτε τι περίπου θα δεις.
Στην απίθανη (;) περίπτωση δε που θελήσεις να είσαι προετοιμασμένος για την επίσκεψή σου σε έναν τέτοιο χώρο, έρχεσαι αντιμέτωπος με άλλα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας. Τα περισσότερα μουσεία δεν έχουν δικό τους δικτυακό τόπο, και δεν αναφερόμαστε σε μικρά περιφερειακά μουσεία αλλά σε μουσεία σημαντικότατων ιερών τόπων της αρχαίας Ελλάδας. Αρκεί να αναφερθούν χαρακτηριστικά το Μουσείο των Δελφών αλλά και αυτό της Αρχαίας Ολυμπίας.
Σε συνέντευξή της που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (13/11/2011), η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Πολυξένη Αδάμ-Βελένη τονίζει: «Δεν υπάρχουν επιτυχημένες συνταγές για ένα επιτυχημένο μουσείο. Χρειάζεται να είμαστε ανοιχτοί και όχι σοβαροφανείς. Το μουσείο πρέπει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός πολιτισμού και καλλιέργειας των μουσών. Μουσείο θα πει όλες οι μούσες κι όχι προθήκες στις οποίες βλέπω τα αρχαία αλλά δεν τα αγγίζω. Έτσι σε απωθούν. Έχω φύγει κι εγώ τρέχοντας από μουσείο, γιατί ήταν βαρετό». Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι η διευθύντρια του ΑΜΘ «προτρέπει το κοινό και να αγγίζει και να φωτογραφίζει τα εκθέματα, “να νιώθει άνετα όπως στο σπίτι του”».
Αυτό πρέπει να γίνει. Πρέπει οι πολίτες να νιώθουν το μουσείο σαν σπίτι τους, να το αγαπούν και να το φροντίζουν. Να τους νοιάζει αν λειτουργεί σωστά, αν έχει ελλείψεις. Να κατανοήσουν ότι αυτά που υπάρχουν εκεί μέσα είναι δικά τους, κομμάτι της κληρονομιάς τους. Αν δεν υπάρξει άνοιγμα από πλευράς του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και της αρχαιολογικής κοινότητας προς τον κόσμο, τα κρούσματα αρχαιοκαπηλίας θα εξακολουθήσουν να έρχονται το ένα μετά το άλλο, και όλοι θα σηκώνουν τους ώμους με αδιαφορία.
Έχει ενδιαφέρον η έκκληση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων προς την παγκόσμια κοινότητα με τη διεθνή καμπάνια για την προβολή των ελληνικών αρχαιοτήτων αλλά και του κινδύνου που ελλοχεύει για τη διατήρησή τους λόγω των οικονομικών περικοπών. Αν θέλουμε, όμως, να γίνουμε η φωνή των μνημείων μας, όπως μας προτρέπουν οι αφίσες τους, πρέπει πρώτα να τα αισθανθούμε δικά μας. Τότε και μόνο τότε… Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου